- πανσπερμισμός
- οη θεωρία περί πανσπερμίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμία + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανσπερμισμός — ο φιλοσοφική θεωρία για την προέλευση της ζωής: Ο πανσπερμισμός είναι άποψη ξεπερασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανσπερμιστής — ο, θηλ. πανσπερμίστρια οπαδός τής θεωρίας τού πανσπερμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμισμός + ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πανσπερμισταί, μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek